- ἀδικαιοδότητος
- ἀ-δικαιο-δότητος, ohne Rechtsverwaltung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδικαιοδότητος — ἀδικαιοδότητος, ον (Α) [δικαιοδοτῶ] 1. αυτός που δεν αποδίδει δικαιοσύνη 2. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περιμένει απόδοση δικαιοσύνης … Dictionary of Greek
ἀδικαιοδοτήτου — ἀδικαιοδότητος where no justice can be got masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)